Mandy (2018)
Διάρκεια: 2ω 1λ
Σκηνοθεσία: Panos Cosmatos
Σενάριο: Panos Cosmatos, Aaron Stewart-Ahn
Πρωταγωνιστές: Nicolas Cage, Andrea Riseborough, Linus Roache
Trailer:
Υπόθεση:
Μια ομάδα αιμοσταγών αιρετικών διαταράσσει την ήσυχη ζωή του Ρεντ και της κοπέλας του, Μάντυ. Ο Ρεντ καλείται να ακολουθήσει ένα μονοπάτι βίας, εκδίκησης και πόνου.
Σχόλιο Παναγιώτης Γκαραβέλας:
Κάθε κριτικός έχει ένα δικό του σύστημα αξιών και επομένως κάποιες γενικές αλλά συγκεκριμένες απαιτήσεις από τις ταινίες του. Οι δικές μου λοιπόν είναι οι εξής: θέλω ο σκηνοθέτης να με σέβεται, όπως και κάθε μέλος του κοινού ξεχωριστά και να σέβεται πάνω απ’όλα τη νοημοσύνη μας. Μετάφραση: δεν χρειάζεται οι ηθοποιοί να επεξηγούν οτιδήποτε συμβαίνει και να τοποθετούνται επί παντός επιστητού, για αυτό υπάρχει η κάμερα. Θέλω νέες ιδέες, ή τουλάχιστον ιδέες γνωστές σε φρέσκες φόρμες. Δεν υπάρχουν καν ιδέες; Τότε απαιτώ μια συνταρακτική οπτικοακουστική εμπειρία. Θέλω να χτίζεται και να ανοίγεται μπροστά μου ένας ολοκαίνουριος κόσμος, ο οποίος υπόσχεται ακόμα περισσότερα από αυτά που προλαβαίνω να δω και να συγκρατήσω μέσα σε 2 ώρες. Αυτά θέλω.
Και η Mandy μου τα έδωσε. Για αυτό είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που είδα μέσα στο 2018, και οπωσδήποτε μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές μου εμπειρίες. Στάθηκα εξαιρετικά τυχερός, καθώς κατάφερα να αποκτήσω εισιτήρια για μεταμεσονύχτια προβολή της Mandy στις Νύχτες Πρεμιέρας του περασμένου Σεπτέμβρη. Μέσα σε ένα κατάμεστο Ιντεάλ, καθισμένος αναπαυτικά στον εξώστη της αίθουσας, περίμενα σαν ένας άλλος πιστός το Μεγάλο μου Σάββατο, σαν λάτρης του ράγκμπι το Superbowl ή σαν φαν του wrestling την δική μου Wrestlemania. Από τη μια ο Νίκολας Κέιτζ σύμφωνα με τα δημοσιεύματα επέστρεφε στη δράση με μια καθηλωτική ερμηνεία και από την άλλη το σύνολο του προωθητικού υλικού (πόστερ, soundtrack, trailer κλπ) σε προδιέθετε για ένα παράξενο μίγμα τέχνης και απενοχοποιημένης καφρίλας. Κι όμως, o Ελληνο-Καναδός Panos Cosmatos το κατάφερε.
Στο πρώτο μισό της ταινίας οι ρυθμοί είναι αργοί, γνωρίζουμε τον Red(Nicholas Cage), ο οποίος συζεί με την κοπέλα του Mandy (Andrea Riseborough). Κυριολεκτικά σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος, όπου ακολουθούν μια ήσυχη, οριακά βαρετή αλλά παραδόξως χαρούμενη όπως φαίνεται ρουτίνα. Τα χρώματα είναι έντονα. Με το κόκκινο να κυριαρχεί σε κάθε κάδρο, κι αντανακλούν τον ψυχικό κόσμο τόσο του Κέιτζ, αλλά κυρίως της Mandy, η οποία μοιάζει σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει στο μυαλό της σκέψεις “εύφλεκτες”. Συνεχώς φλερτάρει με το σκοτάδι, αγαπάει τη μέταλ μουσική, τα βιβλία τρόμου, τα κόμικς και τα μαύρα ρούχα. Και ο Red την παρατηρεί αποχαυνωμένος, σαν έργο τέχνης.
Την ήρεμη αυτή καθημερινότητα διαταράσσει όμως μια ομάδα παρανοϊκών αιρετικών Χριστιανών.Μια σέχτα ανθρώπων του περιθωρίου, μυστικιστές που καθοδηγούνται από έναν αποτυχημένο, πρώην επίδοξο ροκσταρ. Απαγάγουν την Mandy, και ο Red, χωρίς να κάνουμε σπόιλερ, μπαίνει σε ένα μονοπάτι βίας, αίματος, οργής και απανθρωπιάς (με την κυριολεκτική και μεταφορική έννοια).
Από το σημείο αυτό και μετά η ταινία άλλαξε πλήρως ταχύτητες, ύφος, στόχευση, τα πάντα της. Επιλογή σκηνοθετική που ίσως ξενίσει πολλούς. Δεν την χαρακτηρίζουν πολλοί τυχαία “ταινία εκδίκησης που έχει πάρει ψυχοτρόπα”. Τα κόκκινα/ροζ χρώματα βρίσκονται μόνιμα σε πρώτη θέση, το αίμα κυλάει αδιάκοπα και τα ντεσιμπέλ κλιμακώνονται μέχρι το τέλος. Πλησιάζουμε μαζί με τον πρωταγωνιστή σε μια εξωτερική αλλά και πολύ προσωπική Κόλαση.
Ο Κέιτζ πραγματικά έδωσε μια ερμηνεία ανέλπιστα καλή, επιδεικνύοντας σοβαρότητα στα σημεία που έπρεπε και ξεφεύγοντας, όπως μας έχει συνηθίσει, σε σκηνές μάχης και σύγκρουσης. Η ηθοποιός που ενσαρκώνει την Mandy επίσης απόλυτα ταιριαστή για το ρόλο αυτό, καθώς φυσιογνωμικά και μόνο την χαρακτηρίζει μια εξωγήινη ομορφιά, αλλά και μια σκοτεινή νωχελικότητα.
Ενδεχομένως σεναριακά κάποιος να βρει την ταινία προβλέψιμη, τετριμμένη, καθώς δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα τυπικό revenge movie, στο οποίο ένας μοναχικός (άντι)ήρωας συγκεντρώνει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει, ενάντια σε όλους και σε όλα, για να κυνηγήσει το προσωπικό του δίκιο. Σύμφωνοι, η πλοκή φαινομενικά είναι απλή έως απλοική. Όμως η ταπεινή μου προσωπική άποψη είναι πως υπάρχουν περισσότερα να εξερευνήσει κανείς εδώ. Αλλά ακόμα και αν μείνουμε στην επιφάνεια, η φωτογραφία και το στυλ του έργου γενικότερα είναι τόσο προσεγμένα που αξίζει να σταθεί κανείς μόνο σε αυτά.